εν καιρώ πολέμου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εν καιρώ πολέμου < (καθαρεύουσα ) ἐν καιρῷ (δοτική ενικού του καιρός) & γενική ενικού πολέμου του πόλεμος → δείτε τις λέξεις εν, καιρός, εν καιρώ και πόλεμος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση επεξεργασία
εν καιρώ πολέμου
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εν καιρώ πολέμου
|