εντόπιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εντόπιση | οι | εντοπίσεις |
γενική | της | εντόπισης* | των | εντοπίσεων |
αιτιατική | την | εντόπιση | τις | εντοπίσεις |
κλητική | εντόπιση | εντοπίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εντοπίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εντόπιση θηλυκό
- άλλη μορφή του εντοπισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
εντόπιση
→ δείτε τη λέξη εντοπισμός |