εντοιχισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εντοιχισμός αρσενικό
- προσαρμογή στην επιφάνεια ενός τοίχου
- προσαρμογή σε εσοχή ενός τοίχου ώστε να μην εξέχει
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εντοιχισμός