εντεψίζικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εντεψίζικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εντεψίζικος στον ενικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
εντεψίζικο ουδέτερο
- άσεμνο, αθυρόστομο, σόκιν
- πληθυντικός: → δείτε τη λέξη εντεψίζικα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εντεψίζης
Μεταφράσεις επεξεργασία
εντεψίζικο
|