Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εντευκτήριο τα εντευκτήρια
      γενική του εντευκτηρίου
εντευκτήριου
των εντευκτηρίων
    αιτιατική το εντευκτήριο τα εντευκτήρια
     κλητική εντευκτήριο εντευκτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εντευκτήριο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐντευκ(τήριον) +-τήριο (< αρχαία ελληνική ἔντευξις), απόδοση για την αγγλική meeting place ή από την γαλλική salon de réunion [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εντευκτήριο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία