εντερολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
εντερολόγος < εντερ + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
εντερολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
εντερολόγος
εντερολόγος < εντερ + -ο- + -λόγος
εντερολόγος αρσενικό ή θηλυκό