εντατήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εντατήρας < ελληνιστική κοινή ἐντατός + -τήρας < αρχαία ελληνική ἐντείνω < τείνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
εντατήρας αρσενικό
- (τεχνολογία) όργανο ή εργαλείο με το οποίο εντείνω / τεντώνω κάτι
Συγγενικά επεξεργασία
- προεντατήρας
- → δείτε τις λέξεις εντείνω και τείνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εντατήρας
|