ενσυνειδήτως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενσυνειδήτως < ενσυνείδητ(ος) + -ως
Επίρρημα επεξεργασία
ενσυνειδήτως
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενσυνειδήτως
→ δείτε τη λέξη συνειδητά |
ενσυνειδήτως
→ δείτε τη λέξη συνειδητά |