Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ενοχοποιήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενοχοποιώ
  2. θα ενοχοποιήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενοχοποιώ