Δείτε επίσης: ἐνοφθαλμίζομαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ενοφθαλμίζομαι, π.αόρ.: ενοφθαλμίστηκα, μτχ.π.π.: ενοφθαλμισμένος