εννεάμερα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | εννεάμερα | ||
γενική | των | εννεάμερων | ||
αιτιατική | τα | εννεάμερα | ||
κλητική | εννεάμερα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εννεάμερα < → δείτε τη λέξη εννιάμερα με τροπή σε εννεα-
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.neˈa.me.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐νε‐ά‐με‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
εννεάμερα ουδέτερο στον πληθυντικό
- (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του εννιάμερα
Μεταφράσεις επεξεργασία
εννεάμερα
|