ενθυλακώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ενθυλακώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενθυλακώνω
- θα ενθυλακώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενθυλακώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ενθυλακώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενθυλάκωση