ενεχυροδανειστήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενεχυροδανειστήριο < ενέχυρο + δανειστήριο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενεχυροδανειστήριο ουδέτερο
- (νομικός όρος), (οικονομία): πιστωτικό ίδρυμα, ή και ιδιωτικό γραφείο που χορηγεί έντοκα δάνεια ασφαλισμένα με ενέχυρο
Σημειώσεις επεξεργασία
- ο θεσμός του ενεχυροδανειστηρίου εισήχθηκε στην Ελλάδα, επί βασιλείας Γεωργίου του Α', το 1864.