ενεσάκιας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ενεσάκιας | οι | ενεσάκηδες |
γενική | του | ενεσάκια | των | ενεσάκηδων |
αιτιατική | τον | ενεσάκια | τους | ενεσάκηδες |
κλητική | ενεσάκια | ενεσάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενεσάκιας αρσενικό
- (αργκό) ο ηρωινομανής (στη γλώσσα των κακοποιών)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενεσάκιας
|