Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ενενηντάρης οι ενενηντάρηδες
      γενική του ενενηντάρη των ενενηντάρηδων
    αιτιατική τον ενενηντάρη τους ενενηντάρηδες
     κλητική ενενηντάρη ενενηντάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενενηντάρης < ενενήντα + -άρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενενηντάρης αρσενικό (ενενηντάρα θηλυκό, και ενενηντάρισσα)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

δεκάρης εικοσάρης τριαντάρης σαραντάρης πενηντάρης εξηντάρης εβδομηντάρης ογδοντάρης ενενηντάρης κατοστάρης / εκατοστάρης

  Μεταφράσεις επεξεργασία