Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ενεδρεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ενεδρεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενεδρεύω
  3. θα ενεδρεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενεδρεύω