Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ενδώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενδίδω
  2. θα ενδώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενδίδω