Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδεικτικό < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενδεικτικό ουδέτερο

  • το επίσημο έγγραφο σχολικών βαθμίδων που αναφέρει ότι ο μαθητής προάγεται στην επόμενη τάξη

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ενδεικτικό