Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εναντιωθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εναντιώνομαι
  2. θα εναντιωθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εναντιώνομαι