Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενέδρευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ενέδρευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ενεδρεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ενεδρεύω