Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ενέδρευσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ενεδρεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ενεδρεύω