Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εμψυχωθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εμψυχώνομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμψυχώνομαι
  3. θα εμψυχωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμψυχώνομαι