Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμφιλοχωρώ < ελληνιστική κοινή ἐμφιλοχωρέω / ἐμφιλοχωρῶ < αρχαία ελληνική φιλοχωρέω / φιλοχωρῶ < φίλος + χῶρος

  Ρήμα επεξεργασία

εμφιλοχωρώ

  1. (λόγιο) αγαπώ να μένω, να διαμένω, να φοιτώ, να κατοικώ κάπου
  2. (λόγιο) εισχωρώ, εισδύω, εισέρχομαι, εμφανίζομαι
    "εμφιλοχώρησαν τυπογραφικά λάθη"

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία