Δείτε επίσης: ἐμφαίνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμφαίνω < αρχαία ελληνική ἐμφαίνω

  Ρήμα επεξεργασία

εμφαίνω

  1. (λόγιο) φανερώνω κάτι, δείχνω, παρουσιάζω, δηλώνω
  2. (σπάνιο) δίνω έμφαση

  Μεταφράσεις επεξεργασία