Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπτύσματα < εμ- + πτύσματα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμπτύσματα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία