Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμπρεσιονιστής οι εμπρεσιονιστές
      γενική του εμπρεσιονιστή των εμπρεσιονιστών
    αιτιατική τον εμπρεσιονιστή τους εμπρεσιονιστές
     κλητική εμπρεσιονιστή εμπρεσιονιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπρεσιονιστής < φωνητική απόδοση για τη γαλλική impressionn(iste) < impression +-ιστής → δείτε τις λέξεις ιμπρεσιονιστής και ιμπρεσιονισμός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /em.pɾe.si̯o.niˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐μπρε‐σι‐ο‐νι‐στής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμπρεσιονιστής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία