εμπορευόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμπορευόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος εμπορεύομαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /em.bo.ɾeˈvo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μπο‐ρευ‐ό‐με‐νος
Μετοχή επεξεργασία
εμπορευόμενος
- που εμπορεύεται, που ασχολείται με το εμπόριο
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμπορευόμενος αρσενικό
- ο έμπορος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμπορευόμενος