Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπλέκομαι < εμπλέκω

  Ρήμα επεξεργασία

εμπλέκομαι

  1. συμμετέχω σε κάτι
  2. (μεταφορικά) παίρνω ενεργητικά μέρος σε κάποια κοινή προσπάθεια, αναλαμβάνω υπευθυνότητες

  Μεταφράσεις επεξεργασία