εμπλέκομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμπλέκομαι < εμπλέκω
Ρήμα επεξεργασία
εμπλέκομαι
- συμμετέχω σε κάτι
- (μεταφορικά) παίρνω ενεργητικά μέρος σε κάποια κοινή προσπάθεια, αναλαμβάνω υπευθυνότητες
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμμετέχω
αναλαμβάνω υπευθυνότητες