εμπειροτεχνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμπειροτεχνία < εμπειροτέχνης + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμπειροτεχνία θηλυκό
- το να είναι κάποιος εμπειροτέχνης, η ιδιότητα ή η ικανότητα του εμπειροτέχνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμπειροτεχνία
|