Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμμηνοπαυσία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εμμηνοπαυσί
α
οι
εμμηνοπαυσί
ες
γενική
της
εμμηνοπαυσί
ας
των
εμμηνοπαυσι
ών
αιτιατική
την
εμμηνοπαυσί
α
τις
εμμηνοπαυσί
ες
κλητική
εμμηνοπαυσί
α
εμμηνοπαυσί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμμηνοπαυσία
<
εμμηνόπαυση
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εμμηνοπαυσία
θηλυκό
άλλη μορφή
του
εμμηνόπαυση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμμηνοπαυσία
→
δείτε
τη λέξη
εμμηνόπαυση