ελληνικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ελληνικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του ελληνικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ελληνικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελληνικό ουδέτερο, ενικός
- (λαϊκότροπο) ενικός του ελληνικά, η ελληνική γλώσσα
- ↪ Ήρθα στην ταβέρνα σου για να ακούσω και να μιλήσω κανένα ελληνικό.