ελιχθούμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ελιχθούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ελίσσομαι
- θα ελιχθούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ελίσσομαι
ελιχθούμε