Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  ελεύθερος και σκοπευτής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελεύθερος σκοπευτής αρσενικό

  • (στρατιωτικός όρος) ένας σκοπευτής που έχει αυτονομία ως προς την υπαγωγή του σε κάποιον τακτικό σχηματισμό και την επιλογή των στόχων του, βάζοντας εναντίον συγκεκριμένων στόχων από κεκαλυμμένη θέση

  Μεταφράσεις επεξεργασία