Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

Τρόπος διαβίωσης και διατροφής ζώων σε μεγάλους χώρους στο ύπαιθρο κυρίως για κτηνοτροφική εκμετάλλευση.