ελεφαντουργία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελεφαντουργία < ελεφαντουργός<ελέφας+έργο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελεφαντουργία θηλυκό
- η τέχνη της κατεργασίας του ελεφαντόδοτου
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελεφαντουργία
|
ελεφαντουργία θηλυκό
|