Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελευθερώνομαι < παθητική φωνή του ρήμ. ελευθερώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ελευθερώνομαι

  1. με ελευθερώνουν.
  2. αφήνομαι ελεύθερος

Κλίση επεξεργασία

#

  Μεταφράσεις επεξεργασία