ελευθεροφροσύνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελευθεροφροσύνη < ελευθερόφρ(ων) + -οσύνη
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελευθεροφροσύνη θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάποιος ελευθερόφρων, η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του ελευθερόφρονα
Συγγενικά επεξεργασία
- ελευθερόφρων, ελευθερόφρονας
- → και δείτε τις λέξεις ελευθερία και φρένες & το αρχαίο φρήν
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελευθεροφροσύνη
|