ελεεινώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελεεινώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλεεινῶς < ἐλεεινός. Συγχρονικά αναλύεται σε ελεειν(ός) + -ώς.
Επίρρημα επεξεργασία
ελεεινώς
Πηγές επεξεργασία
- ελεεινώς - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)