ελεεινολογώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελεεινολογώ < ελληνιστική κοινή ἐλεεινολογέομαι / ἐλεεινολογοῦμαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.le.i.no.loˈɣo/
Ρήμα επεξεργασία
ελεεινολογώ
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ελεεινολόγηση
- ελεεινολογία
- → δείτε τις λέξεις ελεεινός, έλεος και λέω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελεεινολογώ
|