ελαφίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελαφίνα | οι | ελαφίνες |
γενική | της | ελαφίνας | των | ελαφίνων |
αιτιατική | την | ελαφίνα | τις | ελαφίνες |
κλητική | ελαφίνα | ελαφίνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.laˈfi.na/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελαφίνα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) το θηλυκό ελάφι
- (μεταφορικά) η χαριτωμένη νεαρή γυναίκα
- καταπληκτική κοπέλλα, λυγερή και όμορφη κορμοστασιά, σαν ελαφίνα
- (μεταφορικά) η φοβισμένη νεαρή γυναίκα
- πετάχτηκε σαν ελαφίνα μόλις ο βοριάς σφάλισε με πάταγο την πόρτα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελαφίνα
|