ελαττώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ελαττώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ελαττώνω
- θα ελαττώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ελαττώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ελαττώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ελάττωση