ελασματουργός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελασματουργός αρσενικό ή θηλυκό
- που κατεργάζεται ή κατασκευάζει ελάσματα
Συγγενικά επεξεργασία
- ελασματουργείο
- → δείτε τις λέξεις έλασμα και ελαύνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελασματουργός
|