Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελασιμότητα οι ελασιμότητες
      γενική της ελασιμότητας των ελασιμοτήτων
    αιτιατική την ελασιμότητα τις ελασιμότητες
     κλητική ελασιμότητα ελασιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελασιμότητα < έλαση λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελασιμότητα θηλυκό ή ελατότητα

  • η ικανότητα των μετάλλων και κραμάτων να επιδέχονται διάφορους τρόπους μορφοποίησης υπό πίεση, όπως σφυρηλάτηση και εξέλαση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία