Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελαιουργείο τα ελαιουργεία
      γενική του ελαιουργείου των ελαιουργείων
    αιτιατική το ελαιουργείο τα ελαιουργεία
     κλητική ελαιουργείο ελαιουργεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελαιουργείο < έλαι(ο) + -ουργείο / ελαιουργ(ός) + -είο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελαιουργείο ουδέτερο

  • βιοτεχνία ή βιομηχανία (εργοστάσιο) παραγωγής, επεξεργασίας και διάθεσης ελαιόλαδου

  Μεταφράσεις επεξεργασία