εκχιονισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκχιονισμός < εκ + χιόνι + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) déneigement)
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκχιονισμός αρσενικό
- απομάκρυνση του χιονιού και καθαρισμός των οδών από το χιόνι
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- εκχιονιστικός
- → δείτε τις λέξεις εκ και χιόνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκχιονισμός
|