Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκφυλισμός οι εκφυλισμοί
      γενική του εκφυλισμού των εκφυλισμών
    αιτιατική τον εκφυλισμό τους εκφυλισμούς
     κλητική εκφυλισμέ εκφυλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκφυλισμός < (εκφυλίζω) εκφυλισ- + -μός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.fi.liˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐φυ‐λι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκφυλισμός αρσενικό

  1. ηθική διαφθορά, ηθική κατάπτωση, εξαχρείωση
  2. (μεταφορικά) η θεμελιώδης και αρνητική μεταβολή στη φύση, στο χαρακτήρα πράγματος, κατάστασης ή ενέργειας

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις εκφυλίζω και φύλο

  Μεταφράσεις επεξεργασία