Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκφραστής οι εκφραστές
      γενική του εκφραστή των εκφραστών
    αιτιατική τον εκφραστή τους εκφραστές
     κλητική εκφραστή εκφραστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκφραστής < εκφράζω + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκφραστής αρσενικό (θηλυκό: εκφράστρια)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία