εκτροφέας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | εκτροφέας | οι | εκτροφείς |
γενική | του του/της |
εκτροφέα εκτροφέως |
των | εκτροφέων |
αιτιατική | τον/την | εκτροφέα | τους/τις | εκτροφείς |
κλητική | εκτροφέα | εκτροφείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκτροφέας αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκτροφέας
|