Δείτε επίσης: ἐκτοκίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκτοκίζω < ελληνιστική κοινή ἐκτοκίζω < αρχαία ελληνική τόκος < τίκτω

  Ρήμα επεξεργασία

εκτοκίζω (παθητική φωνή: εκτοκίζομαι)

  1. (οικονομία) (σπάνιο) άλλη μορφή του τοκίζω, δανείζω, επιδιώκοντας ή απαιτώντας τόκο
  2. (οικονομία) (σπάνιο) δημιουργώ τόκο

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία