εκτελεστά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
εκτελεστά < εκτελεστός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
εκτελεστά
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκτελεστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
εκτελεστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκτελεστό