εκτατά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
εκτατά < εκτατός + -ά < αρχαία ελληνική ἐκτατός < ἐκτείνω < ἐκ + τείνω
Επίρρημα επεξεργασία
εκτατά
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκτατά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
εκτατά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκτατό